Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Στις 5 Νοέμβριου 2022 πραγματοποιήθηκε η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιστημονική ημερίδα στο πλαίσιο του MONEY SHOW, με θέμα: Ενέργεια, Ανάπτυξη, Περιβάλλον και Πράσινη Μετάβαση.

Συμμετείχαν ως ομιλητές οι κκ. Κωστής Μουσουρούλης, Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, Ναπολέων Μαραβέγιας, καθηγητής του ΕΚΠΑ, Σεραφείμ Πολύζος, καθηγητής του παν/μιου Θεσσαλίας και Κώστας Μπίθας, καθηγητής Παντείου παν/μιου. Το συντονισμό ανέλαβε η κα Βασιλική Δεληθέου, επικ. καθηγήτρια Παντείου παν/μιου.

Η θεωρητική προσέγγιση των διαφόρων πτυχών του θέματος στην οικονομία, την ανάπτυξη και την πράσινη μετάβαση συμπληρώθηκε με την  προσέγγιση ως προς την εφαρμογή τους σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Ακολουθούν τα κυριότερα σημεία της τοποθέτησης του Κωστή Μουσουρούλη.

 

Ως ενεργειακή κρίση ορίστηκε η έλλειψη προσφοράς ενέργειας, είτε λόγω ανεπάρκειας ενεργειακών πόρων, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης, με επακόλουθο την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Η αύξηση αυτή συμπιέζει το κόστος παραγωγής, την κερδοφορία και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, εξασθενεί την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία που υποχρεώνονται να τα στηρίζουν. Το 1973, με την αραβο-ισραηλινή διένεξη, η διεθνής ζήτηση πετρελαίου άρχισε να αυξάνεται ταχύτερα από την προσφορά, με αποτέλεσμα το «πάνω χέρι» να περάσει από τους Ευρωπαίους αγοραστές στους Άραβες πωλητές. Αμέσως ξέσπασε η πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση με επακόλουθο την εκτίναξη της τιμής του αργού πετρελαίου. Η κρίση αυτή βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη -χωρίς αποθέματα αν και ήταν υποχρεωτικό- ενώ ανέδειξε την ευπάθειά της ακριβώς λόγω της ενεργειακής της εξάρτησης από το Αραβικό πετρέλαιο. Η κρίση ονομάστηκε «Ευρωμαρασμός» επειδή βύθισε την Ευρώπη σε βαθιά ύφεση. Το 1979, η Ευρώπη υπέστη τις συνέπειες μιας δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης για τους ίδιους περίπου λόγους. Οι πάντες άρχισαν να συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις της εξάρτησης από την παραγωγή, την προμήθεια και τη διαμετακόμιση του πετρελαίου στην οικονομία, όχι όμως και της χρήσης του στο περιβάλλον.

 

Ήδη όμως από το 1980, ακραία καιρικά φαινόμενα είχαν αρχίσει να γίνονται πιο συχνά. Έτσι, το 1987, είκοσι σχεδόν χρόνια από τον «Μάη του 1968», ο ΟΗΕ όρισε την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ως «μια ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενιών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες».

 

Η κλιματική αλλαγή, δηλαδή η απορρύθμιση του καιρού ήταν η αφορμή. Η απορρύθμιση αυτή εκδηλώνεται με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη και προκαλεί τα ακραία αυτά φαινόμενα, όπως η αλλαγή στα οικοσυστήματα, το λιώσιμο των πάγων και η άνοδος της στάθμης των θαλασσών, η λειψυδρία, οι απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές, ακόμα και η «μετακίνηση των εποχών». Την απορρύθμιση του κλίματος προκαλούν σε μεγάλο βαθμό οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων ρύπων κυρίως από τη χρήση ορυκτών καυσίμων στη βιομηχανία, στις μεταφορές και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα λιγνίτη, λιθάνθρακα, ανθρακίτη και υδρογονανθράκων δηλαδή πετρελαίου και φυσικού ορυκτού αερίου. Το 80% των εκπομπών αυτών οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα ενός μικρού αριθμού κρατών -G20- η οποία ωστόσο πλήττει όλα τα κράτη υπό δυο μορφές: των φυσικών καταστροφών και του οικονομικού κόστους, αφενός για την αποκατάσταση των ζημιών, και, αφετέρου για το επιπλέον κόστος που προκαλεί κάθε αλλαγή της θερμοκρασίας στην αλυσίδα παραγωγής, μεταφοράς και κατανάλωσης αγαθών.

Ως κλιματική κρίση ορίστηκε η κατάσταση κατά την οποία απαιτείται η λήψη μέτρων σε παγκόσμιο επίπεδο για την περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Όμως, ενώ σήμερα διαβιούμε υπό συνθήκες κλιματικής κρίσης, ενώ γνωρίζουμε που οφείλεται, ενώ είμαστε πιο ευαίσθητοι και κατανοούμε καλύτερα τη σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με το περιβάλλον και την οικονομία, η κρίση επιδεινώνεται. Αυτό συμβαίνει για τρεις κυρίως λόγους: 1) διότι οι συμβιβασμοί ως προς τη λήψη μέτρων σε παγκόσμιο επίπεδο είναι -και μάλλον θα παραμείνουν- κατώτεροι των απαιτήσεων που είναι πολλαπλάσιες των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα κράτη του ΟΗΕ, 2 διότι η παγκόσμια προσφορά καθαρής ενέργειας είναι ελλειμματική, ενώ η ζήτηση ορυκτής ενέργειας αυξάνεται διαρκώς ιδίως στην Ασία, αλλά και στην αναδυόμενη Αφρική, και 3) διότι υπάρχει δυσπιστία ως την πράσινη ενέργεια - κατάσταση που θυμίζει τη στάση μερίδας της κοινωνίας απέναντι στα εμβόλια κατά της Covid-19 .

Το 1991, αμέσως μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, όταν έλαβε χώρα στο Ρίο ο κυριότερος συμβιβασμός με τη «Σύμβαση-Πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή», η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης “μεταβιβάστηκε” από τις Αραβικές χώρες στη Ρωσία. Τότε, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ, Καναδάς και Ιαπωνία υπέγραψαν τον «Ευρωπαϊκό Χάρτη Ενέργειας» ο οποίος έδειξε τους δεσμούς συμπληρωματικότητας μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης, η οποία διαθέτει την τεχνογνωσία και τις τεχνολογίες, και τρίτων χωρών όπως η Ρωσία, οι οποίες διαθέτουν ενεργειακούς πόρους.

Λίγο αργότερα, το 1994, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να εφαρμόσει τον Χάρτη αυτόν θεσπίζοντας τη «Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Ενεργειακό Χάρτη» με αντικείμενο τη διαμετακόμιση ενέργειας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τις συναλλαγές, τις επενδύσεις και τη συνεργασία, με στόχο τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού, και επομένως τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τις πηγές της Μέσης Ανατολής. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 1996, όταν ξεκίνησε μια προσπάθεια σταδιακής μετατροπής της Ευρώπης από καταναλωτή σε παραγωγό ενέργειας, κυρίως με το «1ο Ενεργειακό Πακέτο Απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου» και, αργότερα, με μια σειρά συστημικών μέτρων περιορισμού της χρήσης άνθρακα.

Αμέσως άρχισαν και οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιρειών. Έως τότε την ενέργεια προμήθευαν μονοπωλιακά οι κρατικές εταιρίες οι οποίες είχαν την ευθύνη σχεδιασμού και εκτέλεσης των έργων παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της ενέργειας. Με την απελευθέρωση των αγορών ενισχύθηκε η ενεργειακή ασφάλεια, αφού, μακροπρόθεσμα, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν σε ανταγωνιστικά επίπεδα, ενώ οι ενεργειακές υποδομές βελτιώθηκαν με ιδιωτική χρηματοδότηση. Το ίδιο συνέβη και με τα δημόσια οικονομικά, αφού, πλέον, τους επιχειρηματικούς κινδύνους των επενδύσεων τους αναλάμβαναν οι ιδιώτες και όχι οι φορολογούμενοι, όπως συμβαίνει σε κάθε μονοπωλιακό καθεστώς. Οι επενδύσεις αυτές αφορούσαν κυρίως το σκέλος της παραγωγής ενέργειας. Πρακτικά, οι επενδυτές προσδιόριζαν το ενεργειακό μίγμα, έχοντας συνεκτιμήσει το επενδυτικό περιβάλλον που προσφέρει κάθε χώρα.

Το 2007, ήρθε η Συνθήκη της Λισαβόνας για να βάλει τα θεμέλια μιας Κοινής Ενεργειακής Πολιτικής, όπως αυτή εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1951 με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, την ΕΚΑΧ, και το 1957 με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, την Ευρατόμ. Δεν είναι τυχαίο ότι δυο στις τρεις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορούσαν στον τομέα της ενέργειας. Έτσι, η Ένωση απέκτησε αυξημένες εξουσίες και, πλέον, τον πρώτο λόγο για τη ρύθμιση των ενεργειακών θεμάτων με στόχο την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και ιδίως: 1) την απελευθέρωση και ολοκλήρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, 2) την επάρκεια εγχώριων πόρων που μπορούν να είναι εκμεταλλεύσιμοι σε συνθήκες οικονομικά παραδεκτές, καθώς και 3) την προσφυγή σε εξωτερικές πηγές, διαφοροποιημένες και σταθερές.

 

Το 2008, η Ένωση έθεσε για πρώτη φορά συγκεκριμένους στόχους για την ασφάλεια του ενεργειακού της εφοδιασμού: 1) την διαφοροποίηση των πηγών, των προμηθευτών και των οδεύσεων ενέργειας, μέσα από μια πλήρως ενοποιημένη εσωτερική αγορά, όπου η ενέργεια θα ρέει ελεύθερα δια των κατάλληλων υποδομών και χωρίς τεχνικούς ή κανονιστικούς φραγμούς και 2) την προώθηση της ΕΤΑΚ σε τομείς όπως η Ορθολογική Χρήση και η Εξοικονόμηση της Ενέργειας, παράλληλα με προσπάθειες καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής με την προώθηση των ΑΠΕ και τον περιορισμό της εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου.

 

Στην περίπτωση των αγορών φυσικού αερίου που σήμερα μας απασχολούν ιδιαίτερα, η κατασκευή σταθμών LNG στην Ευρώπη και η ανάπτυξη της spot αγοράς έδωσαν μεγάλη ώθηση στην απελευθέρωση. Αμέσως αναπτύχθηκαν διάφοροι κόμβοι διαπραγμάτευσης των τιμών της αγοράς αυτής, όπως ο γνωστός Ολλανδικός (Title Transfer Facility, TTF), όπου εντάχθηκε προς διαπραγμάτευση και το αέριο που μεταφέρεται με αγωγούς. Έτσι το αέριο έγινε χρηματιστηριακό είδος, όπως το πετρέλαιο, με την τιμή του να την διαμορφώνουν πλέον οι παραγωγοί και οι αγοραστές και η ψυχολογία και, ενίοτε, να την χειραγωγούν οι πωλητές.

Ωστόσο, η σημερινή αύξηση των τιμών της ενέργειας ελάχιστα οφείλεται στον παραπάνω μετασχηματισμό της αγοράς αερίου. Οφείλεται κυρίως στην «επανεκκίνηση» της διεθνούς οικονομίας μετά την πανδημία, στην αδυναμία της παραγωγής ΑΠΕ, αλλά και πυρηνικής και Υ/Η ενέργειας λόγω της ανομβρίας μηνών, στον πόλεμο στην Ουκρανία και στις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία την άφησε εκτεθειμένη σε όλα αυτά.

Συνεπώς, η Ένωση, βλέποντας και τις πολιτικές και γεωπολιτικές διαστάσεις που προσέδωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία στον ενεργειακό τομέα, πήρε τον μονόδρομο της στρατηγικής ενεργειακής της αυτονομίας από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, γνωρίζοντας ότι βραχυπρόθεσμα τα απαραίτητα φορτία βάσης θα τα εξασφαλίσουν οι θερμικές μονάδες συμβατικών καυσίμων, εγχώριων και εισαγόμενων. Η πρόσφατη συμφωνία για την υιοθέτηση ενός μηχανισμού ελέγχου των τιμών ήρθε με μεγάλη καθυστέρηση. Δεν ήταν όμως αυτή η συμφωνία που οδήγησε στην πρόσφατη αποκλιμάκωσή τους.

 

Αυτή οφείλεται: στις προσπάθειες εναλλακτικών εισαγωγών ενεργειακών πόρων, στις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες και στην συνεπακόλουθη μείωση της ζήτησης, στην προσωρινή επάρκεια αποθεμάτων σε LNG και στην οριζόντια εξοικονόμηση ενέργειας η οποία προέκυψε λόγω διακοπής της παραγωγής πολλών ευρωπαϊκών βιομηχανιών και βιοτεχνιών.

 

Η αναστάτωση αυτή έχει ένα βαρύ τίμημα: τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης, αφού οι βιομηχανίες μεταναστεύουν συχνά στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει άφθονη φθηνή των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, ή στην Κίνα ή σε άλλες ασιατικές οικονομίες, όπου και πάλι είναι πολύ χαμηλότερο το κόστος της παραγωγής. Πάντως η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα, πιο μεγάλη ίσως και από τις διακυμάνσεις των τιμών, είναι η εξασφάλιση σταθερότητας στη ροή ενέργειας και η επάρκεια των πόρων.

 

Είναι γεγονός ότι οι ΑΠΕ εξασφαλίζουν επάρκεια προσφοράς ενέργειας, αντιμετωπίζουν την αστάθεια των τιμών ορυκτών καυσίμων και συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη και την τεχνολογική πρόοδο. Ωστόσο, αναπτύσσονται αργά σε σχέση με τους ρυθμούς που απαιτούνται προκειμένου να περιορισθούν οι ανάγκες σε φυσικό αέριο, ενώ απαιτούν ένα βέλτιστο μίγμα συμβατικών σταθμών, ευέλικτων με καθημερινή σβέση-εκκίνηση. Γι’ αυτό και εκτός από την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ, το υφιστάμενο ΕΣΕΚ περιλαμβάνει και 2,1 GW νέων μονάδων ορυκτού αερίου. Είναι επίσης γεγονός ότι η μετάβαση στις ΑΠΕ απαιτεί τεράστιες επενδύσεις οι οποίες δεν πραγματοποιούνται.

Σύμφωνα με το IRENA/ International Renewable Energies Association, οι επενδύσεις για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση -από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ- πρέπει να αυξηθούν κατά 30% και να φτάσουν στο δυσθεώρητο ποσό των 131 τρις δολαρίων μέχρι το 2050. Οι επενδύσεις σε δίκτυα παίζουν κύριο ρόλο. Αύξηση των επενδύσεων σε δίκτυα σημαίνει αύξηση ηλεκτρικού χώρου και ένταξη τόσο των νέων επενδύσεων σε ΑΠΕ, όσο και των Συστημάτων Αποθήκευσης Ενέργειας. Να σημειώσω εδώ ότι τα επενδυτικά σχέδια του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ για την επόμενη πενταετία για τα δίκτυα υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσης είναι της τάξης των 5 δισ. ευρώ.

 

Επειδή η παραγωγή ΑΠΕ δεν είναι σταθερή λόγω της μεταβλητότητας και της εποχικότητας των καιρικών συνθηκών, απαιτούνται συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Η αποθήκευση εξασφαλίζει την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, τη διαχείριση της πλεονασματικής παραγωγής τους και ρυθμίζει τον ετεροχρονισμό της ως προς τη ζήτηση, την ευστάθεια του συστήματος και την αποσυμφόρηση των κορεσμένων δικτύων. Ωστόσο, οι τεχνολογίες αποθήκευσης δεν είναι ακόμα ώριμες, πλην των συσσωρευτών, οι οποίοι αποθηκεύουν ενέργεια σε χημική μορφή και τη μετατρέπουν σε ηλεκτρισμό. Αυτές είναι οι αιτίες που τροφοδοτούν τις εκτιμήσεις για αυξημένο κόστος ενέργειας τα επόμενα χρόνια.

 

Πάντως, εάν το κόστος της ενέργειας παραμείνει υψηλό, η Ευρώπη κινδυνεύει με αποβιομηχάνιση. Το πρόβλημα είναι οξύτερο για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας όπως οι μονάδες παραγωγής χημικών -φέτος για πρώτη φορά η Ευρώπη εισήγαγε περισσότερα χημικά από όσα εξήγαγε, ή οι μονάδες αλουμινίου -ήδη η παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου έχει μειωθεί στο ήμισυ. Αυτό σημαίνει πως η Ευρώπη κινδυνεύει από ελλείψεις βιομηχανικών μετάλλων και πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την υλοποίηση άλλων πολιτικών της όπως η παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων, υποδομών ΑΠΕ και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.