Άρθρο του Κωστή Μουσουρούλη στο Αφιέρωμα του Δικτύου για την Δίκαιη Μετάβαση
Του Κωστή Μουσουρούλη
Προέδρου της Συντονιστικής Επιτροπής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης.
Σε έναν κόσμο που καθορίζεται από τις προκλήσεις των παγκόσμιων αλληλεξαρτήσεων, η Ε.Ε. έθεσε μακρόπνοους φιλόδοξους στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξή της, με απώτερο σκοπό να μηδενίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, έως το μέσον του αιώνα.
Πρακτικά, η Ένωση, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, εδραίωσε το ζήτημα αυτό στην πολιτική ατζέντα και στις πέντε πτυχές του: κοινωνικές, οικονομικές, αναπτυξιακές, ενεργειακές και περιβαλλοντικές. Ειδικότερα, η Ε.Ε. θα επενδύσει ισχυρούς πόρους τόσο στην πλευρά της άμβλυνσης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, όσο και στην πλευρά της προσαρμογής, στηρίζοντας ιδιαίτερα τις περιοχές εκείνες οι οποίες εξαρτώνται, άμεσα ή έμμεσα, από την αλυσίδα αξίας του άνθρακα, και, συνεπώς, επηρεάζονται περισσότερο.
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης αναμένεται να ενταθούν όταν τεθεί σε εφαρμογή η νέα δέσμη νομοθετικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Fit for 55”, μέσω της οποίας θα επιδιωχθεί η μείωση των ρύπων κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, από 40% που ισχύει σήμερα. Η θέσπιση της δέσμης αυτής, θα επηρεάσει τον ενεργειακό, τον κλιματικό και τον αναπτυξιακό σχεδιασμό στην Ευρώπη, υποχρεώνοντας τα κράτη-μέλη να αυξήσουν την ταχύτητα της απεξάρτησής τους από τον άνθρακα. Η νέα δέσμη, καθώς και η πρόσφατη ανακοίνωση «REPowerEU: Κοινή ευρωπαϊκή δράση για πιο προσιτή, ασφαλή και βιώσιμη ενέργεια» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία σχεδιάστηκε ως απάντηση στην τρέχουσα κρίση στις αγορές ενεργειακών εμπορευμάτων, δικαιώνουν τον εθνικό σχεδιασμό και στις πέντε παραπάνω πτυχές.
Πράγματι, η Ελλάδα, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με την Ένωση, έθεσε ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους, μεταξύ των οποίων είναι και η απεξάρτηση του ενεργειακού της μίγματος από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Ως προς το πετρέλαιο, η χρήση του για ηλεκτροπαραγωγή θα περιορίζεται σταδιακά με την κατασκευή των νησιωτικών ηλεκτρικών διασυνδέσεων. Ως προς τον λιγνίτη, τα θεσμικά συστημικά μέτρα που έλαβε η Ε.Ε. για τον περιορισμό της χρήσης άνθρακα, όπως η τιμή των αδειών εμπορίας ρύπων, η υποχρεωτική απόσυρση ρυπογόνων μονάδων, κ.ά., αν και οδήγησαν, ήδη από το 2010, σε λιγνιτική από-επένδυση, δεν εντάχθηκαν ως κύριο θέμα στην πολιτική ατζέντα των εκάστοτε κυβερνήσεων. Είναι προφανές ότι, χωρίς οργανωμένο σχεδιασμό, είναι αδύνατη η αντιστάθμιση των συνεπειών της λιγνιτικής από-επένδυσης στην απασχόληση και το εισόδημα της Δυτικής Μακεδονίας και της ευρύτερης περιοχής της Μεγαλόπολης.
Για να πραγματοποιηθεί η αναπτυξιακή μετάβαση των περιοχών αυτών με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, οικονομικά αποδοτικό και προστατευτικό ως προς τη φύση και τον πολιτισμό, καταρτίσαμε από το «σημείο μηδέν» ένα στρατηγικό πολύ-τομεακό σχέδιο διαφοροποίησης του παλαιού παραγωγικού προτύπου, βασισμένου στην αλυσίδα αξίας του λιγνίτη, στηρίζοντας επενδύσεις σε βιώσιμους τομείς που ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και τα αξιοποιούν. Η μείζων αυτή μεταρρύθμιση, την οποία οργανώσαμε μέσα στο ευρύ επενδυτικό πλαίσιο της Ε.Ε., έχει ήδη λειτουργήσει ως μαγνήτης για την εξασφάλιση ισχυρών κεφαλαίων, αλλά και ως καταλύτης για την προώθηση των αναγκαίων θεσμικών και επιχειρησιακών προϋποθέσεων για την εφαρμογή της.
Σήμερα, βρισκόμαστε αναμφίβολα ενώπιον μίας εξαιρετικά σύνθετης κατάστασης. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, της κρίσης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης επηρεάζουν παγκοσμίως και καθολικά όλους τους τομείς και αποτελούν τους βασικούς συντελεστές χάραξης πολιτικών. Για παράδειγμα, στον ενεργειακό τομέα, η πρόσφατη κρίση έδωσε ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της στρατηγικής αυτονομίας. Δεδομένου του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας, όλες οι χώρες καλούνται να προσαρμοστούν σε αυτό το περιβάλλον, προτάσσοντας ως πρωταρχικούς στόχους την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα. Ειδικότερα, η αναγνώριση του μόνιμου χαρακτήρα και της ταχύτητας των αλλαγών, όπως η κλιματική κρίση, οι νέες γεω-στρατηγικές ισορροπίες, οι ψηφιακές και κβαντικές τεχνολογίες, τα δίκτυα νέας γενιάς, οι αλλαγές στη δομή των αγορών εργασίας κ.λπ., επιβάλλει τον ταχύτερο και πιο ανθεκτικό μετασχηματισμό των κοινωνιών και των οικονομιών κατά τη μετάβασή τους στη νέα εποχή που ανατέλλει, με τις απειλές της και με τις ευκαιρίες της. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία μια νέα παγκόσμια πολιτική πυξίδα η οποία θα πρέπει να καθοδηγήσει την αναθεώρηση των ποικίλων αναπτυξιακών στρατηγικών και να οδηγήσει στον εμπλουτισμό των υφιστάμενων πρωτοβουλιών και εργαλείων όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η δέσμη μέτρων της Ψηφιακής Στρατηγικής, της νέας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη Βιομηχανία (Βιομηχανία 4.0.) κ.ά.
Όσον αφορά στις περιοχές υπό μετάβαση, το μίγμα πολιτικής που θα εφαρμοστεί απαντά σε δύο βασικές ανησυχίες: τη δημιουργία ποιοτικών και βιώσιμων θέσεων εργασίας και την ανθεκτικότητα του νέου παραγωγικού προτύπου στους κραδασμούς των αλλαγών. Η τεχνολογία αποτελεί τον πλέον σημαντικό συντελεστή επιτυχίας. Γι’ αυτό και ο σχεδιασμός της Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες της καθαρής ενέργειας, της βιοτεχνολογίας, της νανοτεχνολογίας, της ρομποτικής, των προηγμένων κατασκευών, αλλά και σε άλλους πιο συμβατικούς τομείς, όπως η αποθήκευση ενέργειας, η κυκλική οικονομία, η ευφυής γεωργία κ.ά. Οι επιχειρήσεις αυτές, παράγοντας και εξάγοντας προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα προσφέρουν στις περιοχές υπό μετάβαση μια νέα αναπτυξιακή ταυτότητα. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η επιχειρηματικότητα η οποία βασίζεται στην τεχνολογία είναι εκείνη που καθοδηγεί την παγκόσμια οικονομία. Και επειδή η τεχνολογία αλλάζει διαρκώς και με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ο σχεδιασμός μας αποδίδει κομβική σημασία τόσο στην έρευνα, με έμφαση στην ανάπτυξη εφαρμογών σε ευρεία κλίμακα, όσο και στην εξειδικευμένη δια βίου κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού σε νέες, πρωτίστως ψηφιακές, δεξιότητες.
Το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης και ιδίως το συγχρηματοδοτούμενο από την Ε.Ε. σκέλος του, το νέο Πρόγραμμα Δίκαιης Μετάβασης 2021-2027, αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία για τις τοπικές κοινωνίες, παρέχοντας πρόσβαση σε ισχυρά επενδυτικά κίνητρα, σε εξειδικευμένα εργαλεία και σε σημαντικούς οικονομικούς πόρους που αναμένεται να ξεπεράσουν το πρωτοφανές ποσό των 7,5 δις ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
Αυτή είναι η μόνη αυθεντική απάντηση που μπορεί να δώσει η πολιτεία στις προσδοκίες των τοπικών κοινωνιών -μια απάντηση η οποία γεννήθηκε από τη μήτρα της πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης να πρωταγωνιστήσει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Χωρίς τη βούληση αυτή, είναι βέβαιο ότι η χώρα μας θα αναγκαζόταν να αναλάβει στο μέλλον ανάλογες πρωτοβουλίες, σε διαφορετικές, ίσως λιγότερο ευνοϊκές, συνθήκες. Το μεγάλο στοίχημα παραμένει η έγκαιρη υλοποίηση του σχεδιασμού προς όφελος των πολιτών, κατά το δυνατόν υπό συνθήκες συναίνεσης.
Για ολόκληρο το αφιέρωμα του Δικτύου, δείτε εδώ.